μάκρεμα

μάκρεμα
το [μακραίνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακραίνω, το να αυξάνει κάποιος το μήκος σε κάτι, μήκυνση, επιμήκυνση («το φόρεμα θέλει μάκρεμα»)
2. η απομάκρυνση από κάπου, η απόσταση, το μάκρος
3. το να αυξάνει κάποιος τη διάρκεια σε κάτι, παράταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάκρεμα — το 1. επιμήκυνση: Έδωσα το παλτό μου για μάκρεμα. 2. παράταση: Το μάκρεμα της συζήτησης δεν οδήγησε πουθενά. 3. απομάκρυνση: Δάκρυσα με το μάκρεμα από το νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάκρος — ους και ου, το (AM μάκρος) η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου») νεοελλ. 1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα 2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια 3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το… …   Dictionary of Greek

  • μήκυνση — η (Α μήκυνσις) [μηκύνω] (στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκταση νεοελλ. η επιμήκυνση, το μάκρεμα …   Dictionary of Greek

  • επιμήκυνση — η η αύξηση του μήκους, το μάκρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάκρος — το 1. το μήκος: Το μάκρος του φορέματος έφτανε μέχρι το πάτωμα. 2. μάκρεμα, επιμήκυνση: Το σακάκι σου θέλει μάκρος. 3. φρ., «τράβηξε σε μάκρος», παρατάθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα: Η διαμάχη τράβηξε σε μάκρος. 4. στον πληθ., μάκρη μεγάλη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”