- μάκρεμα
- το [μακραίνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακραίνω, το να αυξάνει κάποιος το μήκος σε κάτι, μήκυνση, επιμήκυνση («το φόρεμα θέλει μάκρεμα»)2. η απομάκρυνση από κάπου, η απόσταση, το μάκρος3. το να αυξάνει κάποιος τη διάρκεια σε κάτι, παράταση.
Dictionary of Greek. 2013.